βασάνισμα

βασάνισμα
το , βασάνισμός ο
1) истязание, пытка; 2) перен. мучение, терзание; 3) тщательное изучение, исследование, рассмотрение, проверка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βασάνισμα" в других словарях:

  • βασάνισμα — το 1. η υποβολή σε βασανιστήρια, η κακοποίηση: Το βασάνισμα αιχμαλώτων πολέμου απαγορεύεται με διεθνή συνθήκη. 2. η λεπτομερής, προσεχτική εξέταση: Το θέμα είναι σοβαρό και χρειάζεται βασάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασάνισμα — το τυραννία, δοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …   Dictionary of Greek

  • βασανισμός — ο βλ. βασάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταλάνισμα — το, ατος και ταλανισμός, ο 1. ελεεινολόγηση, κακοτύχισμα. 2. ταλαιπωρία, βασάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιγάρισμα — το, ατος 1. καβούρντισμα, ξεροτηγάνισμα. 2. μτφ., βασάνισμα, ταλαιπωρία, κακοπέραση: Τι τσιγάρισμα τράβηξα απ την γκρίνια του! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυράννισμα — τυράννισμα, το και τυράγνισμα, το, ατος το βασάνισμα, το μαρτύριο, το παίδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»